- δάρσιμο
- τοο δαρμόςνεοελλ.έντονη και συνεχής ανατάραξη υγρού προϊόντος («το δάρσιμο τού γάλακτος», για να αφαιρεθεί το βούτυρο).[ΕΤΥΜΟΛ. < δέρω, εδάρην (πρβλ. γδάρσιμο < γδέρνω-έγδειρα)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δάρσιμο — το ο δαρμός, το ξυλοκόπημα: Το σώμα του ήταν γεμάτο σημάδια από το άγριο δάρσιμο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μαστίγωμα — το 1. η ενέργεια τού μαστιγώνω, η μαστίγωση, χτύπημα με μαστίγιο 2. (γενικά) δάρσιμο, δαρμός 3. μτφ. δριμύς έλεγχος ο οποίος ασκείται εγγράφως ή προφορικώς κυρίως εναντίον πολιτικού αλλά και οποιουδήποτε άλλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαστιγώνω. Η λ.… … Dictionary of Greek
δαρμός — ο ξυλοκόπημα, μαστίγωμα, δάρσιμο: Κατά τη διαδήλωση έγινε άγριος δαρμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τουλούμιασμα — το, ατος 1. η τοποθέτηση ενός πράγματος στο τουλούμι: Τοτουλούμιασμα του τυριού. 2. ξυλοφόρτωμα, δάρσιμο: Απ το τουλούμιασμα μαύρισε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χτύπημα — το, ατος 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του χτυπώ, το βάρεμα, το δάρσιμο: Έφαγε ένα γερό χτύπημα στο κεφάλι. 2. το μέρος που χτυπήθηκε και το σημάδι της πληγής: Έχει ένα μεγάλο χτύπημα στο πόδι. 3. κρότος, χτύπος: Δεν άκουσα το χτύπημα του… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)